Κυριακή 29 Ιουλίου 2018

ΕΞΙΛΕΩΣΗ





video





Σαστισμένοι οι θηριοδαμαστές μπροστά στην πρωτόγνωρη μετάλλαξη έτριβαν τα μάτια τους. Σε τέρας ακτινοβόλας ομορφιάς το λιγοθυμισμένο αγρίμι μετατράπηκε. Έτσι αιφνίδια, μέσα από τη λεοντή του ξεπρόβαλε γελώντας και οι οφθαλμοί σαν ήλιος λαμπεροί έσβηναν τους ίσκιους.
Οι πιο όμορφοι από αυτούς μαζεύτηκαν κοντά στο κλουβί και σκύψανε πιο καλά για να το δουν. Κοίταζαν λες, μέσα στα μαλλιά τα ανεμοδαρμένα να ψάχνουν για εύκολο στόχο την ομορφιά του την ανώτερη για να χαλάσουν. Με μακριά μαστίγια άρχισαν να χτυπούν τον αγέρα και μετά έφτυναν και το έδερναν σαν αδέσποτο σκυλί.
Μετά υποχθόνια μηρυκάζοντας έχωναν αιχμηρά αντικείμενα μέσα στο λείο δέρμα του προσώπου του να το ασχημίσουν, μα αυτό τίποτα, έστεκε εκεί όμορφο και τους κοιτούσε να ασχημαίνουνε όλο και πιο πολύ μέσα στις γκριμάτσες.
Ματωμένο το όμορφο τέρας, αιμορραγώντας όλο και πιο πολύ άρχισε να αφρίζει γάλα αναδύοντας και να φωνάζει τη μητέρα του. Κι αυτοί οι λυσσασμένοι θηριοδαμαστές αλάλαζαν ακατάπαυστα όλο και πιο άγρια, το αναποδογύριζαν το πάταγαν και άρχισαν να το γδέρνουν ζωντανό…
Σαν από ρωγμή του χρόνου ξεφύτρωσε τότε μαλλιαρή και άσχημη του Άδωνη η μάνα με τρίαινα δύο οργιές στο χέρι το κοκαλιασμένο.
Φανερώθηκε ολόκληρη μέσα από το τσιμέντο, σαν ήλιος γκρίζος και καυτός, στην πόλη που έρημο η απληστία τη μετάτρεψε, μάνα χωμάτινη ντυμένη σε ένα φως γαλάζιο, κράμα ωκεάνιου μπλε και λάμπας ανατομικού νεκροθαλάμου.
Πίσω από τη ράχη της πουλιά ψυχοπομποί αναπηδούσαν και έψελναν αρχαίες ακατανόητες κατάρες και έπιασαν αυτές και ξέσπασε η τρομερότερη θεομηνία. Μεμιάς, πέτρινο έγινε το κλουβί, κενοτάφιο μαύρο και κυκλικό με ολούθε άμμο βρωμισμένη και οι όμορφοι θηριοδαμαστές και οι λιγότερο όμορφοι, εντοιχίστηκαν σε αυτό ο ένας στον άλλον πάνω, όπως οι πόλεις που φτιάξανε, ασφυκτικά να κατοικούνε. 
Αίφνης μετά ξαστέρωσε και βύζαξε στην αγκαλιά η μάνα το γαλαζολουσμένο όμορφο θεριό και άνθησε αυτό σαν αγγελούδι. Τόση ομορφιά γέννησε η μάννα η άσχημη μέσα σε μια μικρή γωνιά στην άνυδρη πόλη που όλοι οι θηριοδαμαστές χλευάζοντας άφηναν απότιστη. Γι αυτό κανείς δεν κατανόησε την ανέλπιστη ετούτη γέννα και ήθελε όπως-όπως να χαλάσει.
Γι αυτό και η κατάρα έπιασε αναπόφευκτα και μέσα σε γκρίζα χρώματα βυθίστηκαν όλοι σε υπονόμους και από το πέτρινο κλουβί, που ήτανε η πόλη, άρχισε να σβήνει ο καυτός αέρας της ερήμου και ο κήπος με το μονάκριβο λουλούδι ολούθε να ανθίζει.

















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Paul Valéry-Το φιλικό δάσος

video Πλάι‐πλάι, σκεφτόμαστε πράγματα αγνά, μες στων δρόμων τα μάκρη μαζί περπατώντας, απ’ τα χέρια κ...