Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Κώστας Ρεούσης “Ένας Μυστηριώδης Υπερπραγματιστής Ποιητής”





VIDEO












ρήξη τυμπάνου πτήση κατάδυση διάγνωση κοχλία
έπαρση λαβυρίνθου έλευση υποστολή αξονικών εντροπιών φραξιο-νιστικών δυνάμεων ενόπλων έτσι καταλύεται η έλλειψη ρήματος στων επιθέτων την επίθεση στων ουσιαστικών την ουσία στην ασυνταξία της σύνταξης στην αγραμματοσύνη της γραμματικής στην ασυμφωνία των χρόνων στην πληθυντικότητα του ενικού στην αφθογγία των φθόγγων στην αντιπαράθεση των παραθετικών εξερευνώντας ιχνηλατικά διαβολικά ανιχνευτικά θεϊκά την κάλυψη απόκρυψη παραλλαγή του αβυσσαλέου πυθμένα της θάλασσας της ηφαιστειογενούς επιφάνειας της γης της πλανητικής απεραντότητας τ’ ουρανού ανάμεσα στ’ ανθισμένα feuille volante της πέτρινης μυστικής κερασιάς της δαγκωμένης μυγδαλιάς και της ατομικής χρησμωδικής σαγκουινιάς



















Ο Κώστας Ρεούσης (Παπαθανασίου) είναι ποιητής που ζει και δημιουργεί στη Λευκωσία. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970 και κατάγεται από το τουρκοκρατούμενο χωριό Τύμβου της Κύπρου. Παρακολούθησε νομικές σπουδές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς ποτέ να αποκτήσει πτυχίο, ενώ παράλληλα μελετούσε λογοτεχνία και ποίηση ελληνική και ευρωπαϊκή. Το 1995, στην Αθήνα, εξέδωσε την πρώτη του συλλογή ποιημάτων Χαμαιλέων που ήταν ιδιωτική έκδοση και κυκλοφόρησε εκτός εμπορίου. Από το 2001 έχει εγκατασταθεί στην Κύπρο όπου ίδρυσε την "Υπερπραγματική Φράξια Λευκω©ίας" και θεωρείται ως ένας αυθεντικός εκπρόσωπος της υπερρεαλιστικής ποιητικής γραφής. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά «Ακτή» (Λευκωσία),"Ο Φαρφουλάς" (Αθήνα), "Κλήδονας" περιοδική έκδοση της Υπερρεαλιστικής Ομάδας Αθηνών (Αθήνα), "Θράκα" (Λάρισα), Straw Dogs (Λευκωσία) και στο ιστολόγιο "Ποιείν". Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα ισπανικά και τα ιταλικά.







Εργογραφία
  • Χαμαιλέων, Αθήνα 1995 (ιδιωτική έκδοση)
  • Feuille Volante υπερπραγματικής θρασύτητας, Εκδόσεις Τυφλόμυγα, Αθήνα 2008
  • Ο κρατήρας του γέλιου μου, Εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα 2009
  • Καρίνα, Εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα 2012
  • Ναρικατέ, Εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα 2013
  • Ανθολογία σύγχρονης κυπριακής ποίησης (Συμμετοχή), Εκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 2011

















Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

Σιν Τσι – Τζι (1140-121Ο) "Η θλίψη"







video








  1. "Σαν ήμουν νέος
  2. πως νιώθεται η θλίψη αγνοούσα,
  3. μου άρεσε στη σοφίτα ν΄ανεβαίνω
  4. γι΄αυτήν να στιχουργώ, να επιμένω
  5. τώρα που γνώρισα και ξέρω
  6. θέλω πολύ για θλίψη να μιλώ
  7. μα σταματώ. Μόνο προφέρω:
  8. ψυχρός καιρός, φθινόπωρο βροχερό".

(απόδοση στα ελληνικά 
από τον Παναγιώτη Θ. Μαυρίδη)

























Αλέξανδρος Μπάρας-Τρία Ποιήματα









Π Ο Λ Λ Ο Ι Κ Α Ι Α Λ Λ Ο Ι

Μοναξιά


H "Kλεοπάτρα", η "Σεμίραμις" κ' η "Θεοδώρα" 




video









Πολλοί ‘ναι που την αναχώρησή τους

την εκφυλίζουνε με θόρυβο και λόγια
κι αποχαιρετιστήριες επισκέψεις
σ’ ασήμαντους γνωστούς και συγγενείς τους
τόσο πολλούς κι ασήμαντους που κιόλας
πριν απ’ το χωρισμό είναι ξεχασμένοι .
Στο τέλος αναβάλλουν.
Κι άλλοι, μ’ ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη
-εχτές ακόμα τους συνάντησες στον δρόμο-,
χάνονται ξαφνικά σα να τους πήρε
σύννεφο και ταξίδεψε και πάει.





Μοναξιά

Είναι το πυκνό συλλαλητήριο

που οργανώνει μόνος ένας, μόνος,
κάπου ένα μαχαίρι είναι που βρέθηκε
δίχως ν’ ακουστεί κανένας φόνος.

Όπλου είναι βολή χωρίς αντήχηση

στη μεγάλην άμμο μιας Σαχάρας,
πάνω μια χλωμή λειψή πανσέληνος
λιώνει σαν κεράκι της δεκάρας…

Είναι μια σημαία που ξεχάστηκε

στον ιστό μετά τη δύση του ηλίου,
ξέθωρο ένα ράκος που φυλάχτηκε
από εσθήτα περασμένου μεγαλείου.

Έρημος σταθμός το μεσονύχτιο

υπογείων αστικών σιδηροδρόμων,
πέτρες φορτωμένον είναι φέρετρο
που το πάνε τέσσερις στον ώμον.

Βάρκα είναι στο πέλαγο τ’ απέραντο

μ’ ένα σκελετό για κωπηλάτη
που ήλιος κατακόρυφος τον στέγνωσε
και τον λεύκανε της θάλασσας τ’ αλάτι.

Είναι το πουλί που μόνο ξώμεινε

μίλια απ’ το κυρίαρχο κοπάδι,
πίσω του το φως της μέρας σβήνεται






video




Ανέκδοτη ηχογράφηση του 1962

Ποίηση: Αλέξανδρος Μπάρας

H "Kλεοπάτρα", η "Σεμίραμις" κ' η "Θεοδώρα"


Διαβάζει ο Δημήτρης Χορν.
To video χρησιμοποιείται για λόγους εκπαιδευτικούς και επ' ουδενί για κερδοσκοπικούς.






Ένα κάθε βδομάδα,

στην ορισμένη μέρα,
πάντα στην ίδιαν ώρα,
τρία βαπόρια ωραία,
η “Kλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κι η “Θεοδώρα”,
ανοίγουνται απ’ την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα.

Xωρίς μανούβρες κι ελιγμούς

και δισταγμούς
κι ανώφελα σφυρίγματα,
στρέφουνε στ’ ανοιχτά την πρώρα,
η “Kλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κι η “Θεοδώρα”,
σαν κάποιοι καλοαναθρεμμένοι
που φεύγουν από ένα σαλόνι
χωρίς ανούσιες χειραψίες
και περιττές.

Aνοίγουνται απ’ την προκυμαία

στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα — και με το κρύο και με τη ζέστη.

Πάνε

να μουντζουρώσουν τα γαλάζια
του Aιγαίου και της Mεσογείου
με τους καπνούς των.
Πάνε για να σκορπίσουνε τοπάζια
τα φώτα τους μέσ’ στα νερά
τη νύχτα.
Πάνε
πάντα μ’ ανθρώπους και μπαγκάζια…

H “Kλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κι η “Θεοδώρα”,

χρόνια τώρα,
κάνουν τον ίδιο δρόμο,
φτάνουν την ίδια μέρα,
φεύγουν στην ίδιαν ώρα.

Mοιάζουν υπάλληλοι γραφείων

που γίνανε χρονόμετρα,
που η πόρτα της δουλειάς,
αν δεν τους δει μια μέρα να περάσουν
από κάτω της,
μπορεί να πέσει.

(Όταν ο δρόμος είναι πάντα ίδιος

τί τάχα αν είναι σε μια ολόκληρη Mεσόγειο
ή απ’ το σπίτι σ’ άλλη συνοικία;)
H “Kλεοπάτρα”, η “Σεμίραμις” κι η “Θεοδώρα”
είναι καιρός και χρόνια πάνε τώρα
του βαρεμού που ενοιώσαν την τυράννια,
να περπατούν πάντα στον ίδιο δρόμο,
να δένουνε πάντα στα ίδια λιμάνια.

Aν ήμουν εγώ πλοίαρχος,

ναι —si j’étais roi!
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
στην “Kλεοπάτρα”, τη “Σεμίραμη”, τη “Θεοδώρα”,
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
με τέσσερα χρυσά γαλόνια
κι αν μ’ άφηναν στην ίδια αυτή γραμμή
τόσα χρόνια,
μια νύχτα σεληνόφεγγη,
στη μέση του πελάγου,
θ’ ανέβαινα στο τέταρτο κατάστρωμα
κι ενώ θ’ ακούγουνταν η μουσική
που θα ‘παιζε στης πρώτης θέσης τα σαλόνια,
με τη μεγάλη μου στολή,
με τα χρυσά μου τα γαλόνια
και τα χρυσά μου τα παράσημα,
θα ‘γραφα μιαν αρμονικότατη καμπύλη
από το τέταρτο κατάστρωμα
μέσ’ στα νερά,
έτσι με τα χρυσά μου,
σαν αστήρ διάττων
σαν ήρως ανεξήγητων θανάτων.


Πηγή:
 Αλέξανδρος Μπάρας, Ποιήματα 1933-1953, Ίκαρος, Αθήνα 1954, σ. 9-11]










Ο Αλέξανδρος Μπάρας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Μενέλαου Αναγνωστόπουλου, 1906-1990) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε στην Αθήνα. Στα εφηβικά του χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή έζησε για περισσότερο από δύο χρόνια στο Κάιρο της Αιγύπτου κοντά σε συγγενείς του.
Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να αποφοιτήσει ποτέ. Εργάστηκε για τριάντα πέντε χρόνια ως υπάλληλος του Διπλωματικού Σώματος στο ελληνικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης και από το 1966 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του ταξίδεψε ανά τον κόσμο. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε με δημοσιεύσεις ποιημάτων σε εφημερίδες του Καΐρου και της Κωνσταντινούπολης.
Το 1929 έγινε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους με τη δημοσίευση στο περιοδικό “Αλεξανδρινά Γράμματα” του ποιήματος “Η Κλεοπάτρα, η Σεμίραμις και η Θεοδώρα”, που θεωρήθηκε πρωτοποριακό για την εποχή και το 1933 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του “Συνθέσεις”.
Συνεργάστηκε με τα λογοτεχνικά περιοδικά “Ρυθμός”, “Νέα Εστία”, “Νεοελληνικά Γράμματα”, “Πειραϊκά Γράμματα”, “Ποιητική Τέχνη”, “Τέχνη”, “Πυρσός” κ.ά. Ασχολήθηκε επίσης με την ποιητική μετάφραση (Ορχάν Βελή, Μπωντλαίρ, Ρεμπώ κ.α.), την πεζογραφία, την αρθρογραφία και την ταξιδιωτική λογοτεχνία. 
Οι μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας τοποθετούν το έργο του Αλέξανδρου Μπάρα στο μεταίχμιο ανάμεσα στη μεσοπολεμική και τη νεότερη ελληνική ποίηση, η οποία συνδυάζει επιρροές από την ειρωνεία του Καβάφη, τον κοσμοπολιτισμό του Κώστα Ουράνη, το πικρό χιούμορ του Καρυωτάκη και τις τάσεις της γαλλικής συμβολιστικής ποίησης.

(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).






Αλέξανδρος Μπάρας
(πραγματικό όνομα Μενέλαος Αναγνωστόπουλος, Κωνσταντινούπολη, 1906-Αθήνα, 22 Ιανουαρίου 1990)

Paul Valéry-Το φιλικό δάσος

video Πλάι‐πλάι, σκεφτόμαστε πράγματα αγνά, μες στων δρόμων τα μάκρη μαζί περπατώντας, απ’ τα χέρια κ...