Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Φρανσουά Βιγιόν “Μπαλάντα των κυριών του παλιού καιρού”








video






 Πέστε μου πού, σε ποιο μέρος της γης,
είναι η Φλώρα, η ωραία από τη Ρώμη,
η Αλκιβιάδα, κι ύστερα η Θαΐς,
η ξαδέλφη της με τη χρυσή κόμη;
Ηχώ απαλή, σκιά σε λίμνη, τρόμοι
των φύλλων, ροδοσύννεφα πρωινά,
η εμορφιά τους δεν έδυσεν ακόμη.
Μα πού 'ναι τα χιόνια τ' αλλοτινά;

Πού 'ναι η αγνή και φρόνιμη Ελοΐς;
Γι' αυτήν είχε τότε καλογερέψει
ο Πέτρος Αμπαγιάρ. 'Αλλος κανείς
όμοια στον έρωτα δε θα δουλέψει.
Κι η βασίλισσα που έκαμε τη σκέψη
κι έριξε στο Σηκουάνα, αληθινά,
το σοφό Μπουριντάν για να μουσκέψει;
Μα πού 'ναι τα χιόνια τ' αλλοτινά;
 
Η ρήγισσα Λευκή, ρόδον αυγής,
με τη φωνή της τη γλυκά ακουσμένη,
η Βέρθα, η Βεατρίκη, η Αρεμβουργίς
του Μαίν, η Σπαρτιάτισσα η Ελένη,
κι η καλή Ιωάννα από τη Λορραίνη,
όλες ανοίξεως όνειρα τερπνά,
η ανάμνησή τους ζωηρή απομένει.
Μα πού 'ναι τα χιόνια τ' αλλοτινά;

Πρίγκιψ, αν τις αναζητείτε τώρα,
τάχα θα τις έβρετε πουθενά,
τάχα θα υπάρχουν σε καμιά χώρα; 
Μα πού 'ναι τα χιόνια τ' αλλοτινά;



μτφρ. Κ. Γ. Καρυωτάκης (1896-1928)












Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΦΘΟΝΕΡΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ





Σ’ αρσενικό, σε νίτρο, στη φωτιά
τ’ ασβέστη, σε μολύβι αναβρασμένο 
– για να ξεμαγαρίσουν πιο καλά –,
σε πισσάλειμμα καλοδιαλυμένο
σε ζουμί Οβριάς με κάτουρα φτιασμένο
και σκατά. Σ’ αποπλύματα λεπρών,
σε λίγδες ποδαριών και παπουτσιών,
σ’ αψιά φαρμάκια ή μέσα σε καμπόσες
χολές φιδιώνε, λύκων, τσακαλιών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!

Σε μαύρου γερογάτου τα μυαλά
φαφούτη με τομάρι ψωριασμένο,
σε γέρου μούργου – π’ όμοια έχει καλά –
λυσσάρικου, το σάλιο το πηγμένο,
σ’ αφρούς από μουλάρι αρρωστημένο
που τ’ όργωσαν οι κόψες ψαλιδιών,
σε νερά που πνιγμένων ποντικών,
πλένε κουφάρια, βάτραχοι και τόσες
φίνες ράτσες ζουδιών σιχαμερών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!



Σε σουμπλιμέ που καίει τα σωθικά
και σ’ αφαλό από φίδι μανιασμένο.
Σ’ αίμα που το ξεραίνουνε σ’ αγγειά
οι κουρέηδες, – σα βγαίνει γιομισμένο
το φεγγάρι – μαυροπρασινισμένο.
Σε φάουσας έμπυα, σε νερά σγουρνών
που πλένουν κωλοπάνια σε πορνών
κλύσματα, – δε με νιώθουν όσοι κι όσες
δε τρέχουν στα μπουρδέλα όπως εγώ –,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!

Για το σούρωμα αυτών των λιχουδιών
πάρε τον πάτο των χεσμένωνε βρακιών
πρίγκηπά μου. Πρώτα όμως σε καμπόσες
τσίρλες μικρουλικώνε γουρουνιών,
τούτες οι φτονερές ας βράσουν γλώσσες!

[μετάφραση: Σπύρος Σκιαδαρέσης]












Francois Villon



Ο πρώτος “καταραμένος ποιητής” της ιστορίας, o πιο διάσημος και σημαντικός ποιητής του Μεσαίωνα, γεννήθηκε στο Παρίσι το 1431 ως Francois de Montcorbier ή des Loges από πολύ φτωχούς γονείς. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και την ανατροφή του ανέλαβε ο ιερέας Guillaume de Villon, ένας άνθρωπος αγαθός και με πολύ ψηλή μόρφωση.





Η πρώτη έκδοση των ποιημάτων του έγινε το 1489 με γοτθικά τυπογραφικά στοιχεία και ξυλογραφίες. Αν και κυνηγημένος από το νόμο και τη τάξη, το ποιητικό έργο του κέρδισε την αποδοχή του κόσμου, αφού όταν ζούσε, τα χειρόγραφα του κυκλοφορούσαν σε πολλαπλά αντίγραφα. Στα ελληνικά μεταφράστηκε από τον Καρυωτάκη, τον Βάρναλη και τον Σπύρο Σκιαδαρέση. Πέρυσι μάλιστα ο Θάνος Μικρούτσικος συνεπαρμένος από το έργο του ηχογράφησε απαγγελίες των στίχων του στον δίσκο “Στον Τόπο Μου Είμαι Τέλεια Ξένος”.
Οι μπαλάντες ακόμη και σήμερα είναι δροσερές, πρωτότυπες και με μεγάλην εκφραστική δύναμη. Η ποίηση του αναδύεται ολοζώντανη χωρίς επιτήδευση, προσποίηση, ρητορεία ή περίτεχνα γλωσσικά στολίδια. Είναι γνήσια κι ειλικρινής, πηγάζει από την ίδια του τη ζωή, τα εγκλήματα του, τον φόβο της φυλάκισης, τη φρίκη της αγχόνης. Το κέφι του, όμως, δεν τον εγκαταλείπει ποτέ, ούτε στις χειρότερες του στιγμές.


Από τον προστάτη του, που ‘τρεφε απέραντην αγάπη κι αφοσίωση, δανείστηκε το επώνυμο του. Στα 12, γράφεται στο Πανεπιστήμιο και το 1452 παίρνει πτυχίο ως Δάσκαλος Των Τεχνών. Έχοντας το δικαίωμα να εισαχθεί σ’ οποιαδήποτε ανώτερη πανεπιστημιακή σχολή, επιλέγει τη νομική, αλλά πολύ γρήγορα περνά στην όχθη της παρανομίας. Τα κεφάλαια της άσωτης ζωής του περιελάμβαναν κλοπές, ληστείες, προστασία γυναικών, φόνους και παρέα του ήταν τα “εκλεκτά” μέλη του παρισινού υποκόσμου.


Η εγκληματική δράση του αρχίζει το 1455 με τον φόνο του ιερέα Σερμουάζ. Αν κι ο ιερέας, προτού πεθάνει, ζητά να μη φυλακιστεί, έχει ήδη, εγκαταλείψει το Παρίσι. Επόμενος σταθμός, το Κολέγιο Ναβάρας, από όπου κλέβει 500 χρυσά σκούδα μαζί μ’ άλλους τέσσερις συνεργάτες. Έχοντας πάρει μερίδιο, περιπλανάται στη Γαλλία και μπλέκει με τη φοβερή συμμορία των “Κοκιγιάρ” από τους οποίους μαθαίνει το ακατανόητο γλωσσικό ιδίωμα, το “ζαργκόν”, στο οποίο έγραψε ορισμένες από τις μπαλάντες του. Σ’ αυτές, μάλιστα, δίνει συμβουλές στους φίλους, πως να κάνουν τις δουλειές τους, χωρίς να τους πιάνει η αστυνομία.
Πηγή: ΒΙΚΙΘΗΚΗ


















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Paul Valéry-Το φιλικό δάσος

video Πλάι‐πλάι, σκεφτόμαστε πράγματα αγνά, μες στων δρόμων τα μάκρη μαζί περπατώντας, απ’ τα χέρια κ...